- ἐπιρρηματικοῦ
- ἐπιρρηματικόςadverbialmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
αριστίνδην — (AM ἀριστίνδην) επίρρ. σύμφωνα με την αξία του αρίστου νεοελλ. 1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους 2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή … Dictionary of Greek